Κλασσικό Παραμύθι - Ο ΧΑΖΟ-ΤΖΑΚ

Κλασσικό Παραμύθι- Ο ΧΑΖΟ-ΤΖΑΚ 
Ο Χαζο-Τζακ δε σκεφτόταν ποτέ πριν κάνει κάτι. Και πολλές φορές, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς,  αυτό τον έβαζε σε μπελάδες.
Μια μέρα η μάνα του τον έστειλε να δουλέψει.  Όλη μέρα λίχνιζε σανό για τον γεωργό και το ηλιοβασίλεμα, ο γεωργός του έδωσε μια δραχμή.  Ο Τζακ τύλιξε τη δραχμή στο μαντήλι του, μα κάπου στο δρόμο προς το σπίτι του, έχασε και το μαντήλι  και τη δραχμή.

《 Ανόητο παιδί 》! είπε η μάνα του.
《 Έπρεπε να την βάλεις στην τσέπη σου 》.

Την άλλη μέρα, ο Τζακ πήγε να δουλέψει στο γαλατάδικο. Όταν ήρθε το βράδυ, ο γαλατάς του έδωσε ένα κανάτι γάλα.
Ο Τζακ δεν ήθελε να χάσει το γάλα,  όπως είχε χάσει τη δραχμή.  Έτσι λοιπόν, έβαλε το κανάτι στη τσέπη του. Αναγκάστηκε να το γυρίσει για  να χωρέσει και όπως ήταν φυσικό, το γάλα χύθηκε κι έγινε χάλια.

《 Ανόητο παιδί 》! είπε η μάνα του, όταν γύρισε σπίτι.  《Έπρεπε να το κουβαλήσεις στο κεφάλι σου》.

Την άλλη μέρα,  ο Τζακ βοήθησε τον άνθρωπο που έτρεφε κότες.  Το βράδυ, αυτός έδωσε στον Τζακ έξι αυγά να τα πάει σπίτι.

《Ξέρω τι ακριβώς πρέπει  να κάνω για να μην σπάσουν》,  είπε ο Τζακ.
Ανακάτεψε τα μαλλιά του και ακούμπησε τα αυγά πάνω στο κεφάλι του σα να ήταν δέντρο και τα μαλλιά του φωλιά.  Δεν ήταν όμως πολύ καλή φωλιά και τα αυγά,  που δεν είχαν μέρος για να στηριχθούν,  κατρακύλησαν από το κεφάλι του Τζακ και έπεσαν στο χώμα.

《 Ανόητο παιδί 》! είπε η μάνα του, όταν γύρισε σπίτι. 《Έπρεπε να το κουβαλήσεις στα χέρια  σου》.

Την άλλη μέρα, ο Τζακ πήρε σαν αμοιβή του ένα μικρό γουρουνόπουλο. Αν είχατε ποτέ δοκιμάσει να κουβαλήσετε ένα γουρουνόπουλο,  θα καταλαβαίνατε ότι ο Τζακ δεν πρόφτασε να κάνει δέκα βήματα και το γουρουνάκι χτυπώντας τα πόδια, του έφυγε από τα χέρια και το έσκασε.

《 Ανόητο παιδί 》! είπε η μάνα του, όταν γύρισε σπίτι. 《Έπρεπε να το φέρεις δεμένο με ένα σχοινί 》.

Ο Τζακ ήταν αποφασισμένος να μην χάσει πια αλλά μεροκάματα.  Όταν ο χασάπης του έδωσε ένα μεγάλο κομμάτι κρέας για τον κόπο του, έδεσε ένα σπάγκο γύρω απ' αυτό και κίνησε για το σπίτι του,  σέρνοντας το πίσω του. Ό,τι δεν πρόφτασαν να καταβροχθίσουν τα σκυλιά και οι γάτες,  λερώθηκε από τα χώματα.

《 Ανόητο παιδί 》! είπε η μάνα του, χτυπώντας το πόδι της θυμωμένη.  《Έπρεπε να το σηκώσεις στον ώμο και να το φέρεις》.
Ήταν τόσο θυμωμένη, που τον έστειλε για ύπνο νηστικό.
Μα, χωρίς να το καταλάβει κανείς,  η τύχη του Τζακ άλλαξε.  Είχε δουλέψει όλη μέρα με το γιδοβοσκό κι εκείνος του 'χε δώσει ένα κατσίκι για το σπίτι.
Τύχαινε όμως,  ο Τζακ να περνά κάθε μέρα υποχρεωτικά,  καθώς γύριζε στο σπίτι του, απ' το σπίτι ενός πλούσιου ανθρώπου.  Ο πλούσιος αυτός είχε μια όμορφη θυγατέρα που δε γελούσε ποτέ της, κι είχε υποσχεθεί πως θα της έδινε για άντρα τον πρώτο που θα την κάνει να γελάσει.
Η μικρή είχε προσέξει τον Τζακ,  που περνούσε από το σπίτι κάθε μέρα. Όταν τον είχε δει να προσπαθεί να κουβαλήσει αυγά πάνω στο κεφάλι του, τα μάτια της πετάρισαν με κέφι.  Όταν τον είδε να προσπαθεί να κουβαλήσει ένα μικρό  γουρουνόπουλο,  έσκασε ένα μικρό χαμόγελο.  Την ημέρα που τον είδε να περνά απ' το σπίτι μ' ένα ζωηρό κατσικάκι περασμένο στο λαιμό του σαν κασκόλ και με τα γόνατά του να τρέμουν κάτω απ'το βάρος του, ξέσπασε σε ένα χείμαρρο γέλιου.

Κι έτσι λοιπόν,  βρήκε νύφη ο Τζακ.  Η κοπέλα ήταν τόσο λογική όσο και πλούσια.  Έμαθε στον Τζακ πως να σκέφτεται,  πριν κάνει κάτι,  κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς εδώ καλύτερα!

Κλασσικά Παραμύθια
Εκδόσεις Ορφανίδη, 1982
Brimax Rights LTD 1982

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Καλοκαίρι Δράση 2023 - Αλέα (Royal Theater) - Πρόγραμμα απασχόλησης και Φύλαξης